Ελλήνιον

Ελλήνιον
I
Ονομασία κτισμάτων της Αιγύπτου κατά την αρχαιότητα.
1. Ναός στη Ναυκράτιδα της Αιγύπτου, που αποκαλύφθηκε το 1885 από τον αρχαιολόγο Φλίντερ Πέτρι. Τον ίδρυσαν οι ιωνικές πόλεις Χίος, Τέως, Φώκαια και Κλαζομενές, οι δωρικές Ρόδος, Κνίδος και Αλικαρνασσός και η αιολική Μυτιλήνη. Βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της πόλης, σε λόφο με εμβαδόν 182 τ.μ., και περιβαλλόταν από ισχυρό τείχος ύψους 10 μ. Σε περιόδους πολιτικών ταραχών χρησίμευε ως καταφύγιο των μιγάδων Ελλήνων. Με βάση ορισμένες ενδείξεις, συνάγεται ότι ο ναός ανακαινίστηκε από τον Πτολεμαίο Β’.
2. Οικοδόμημα στη Μέση Αίγυπτο με μεγάλες στοές, το οποίο περιλάμβανε και ναό. Λειτουργούσε ως ένα είδος λέσχης, όπου οι πολυάριθμοι Έλληνες κάτοικοι της πόλης Αρσινόης, γνωστής και με τις ονομασίες Κροκοδείλων ΠόλιςΚροκοδειλούπολις, συγκεντρώνονταν σε ιδιωτικές και επίσημες συνελεύσεις, καθώς επίσης και για την τέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.
II
Τοπωνύμιο της αρχαιότητας.
1. Χώρος στην πόλη της Σπάρτης από τον οποίο διερχόταν ο μεγάλος δρόμος Αφεταΐς, που ξεκινούσε από την αγορά της πόλης και συνέχιζε προς τα νότια. Ονομάστηκε έτσι επειδή ο βασιλιάς της Σπάρτης, Μενέλαος, συγκέντρωσε εκεί τους αρχηγούς των Αχαιών, για να οργανώσουν την εκστρατεία κατά της Τροίας. Αργότερα, στον ίδιο χώρο συγκεντρώθηκαν οι ηγεμόνες των Πελοποννησίων και των άλλων Ελλήνων, για να αποφασίσουν πώς θα αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο από την εκστρατεία του Ξέρξη. Κοντά στο Ε. της Σπάρτης υπήρχε το μνημείο του Ταλθύβιου καθώς και ιερό της Αρσινόης, κόρης του Λεύκιππου.
2. Συνοικία –και κατ’ άλλους διαμέρισμα– της αιγυπτιακής πόλης Μέμφιδας. Οι Έλληνες της Μέμφιδας ήταν μισθοφόροι, τους οποίους χρησιμοποιούσε, από το 663 π.Χ. κυρίως, ο φαραώ της Αιγύπτου, Ψαμμήτιχος Α’. Για τον λόγο αυτό οι κάτοικοι της συνοικίας ή της περιοχής ονομάστηκαν και Ελληνομεμερίται.
III
Περιοδικό, όργανο του ομώνυμου ελληνικού επιστημονικού συλλόγου του Καΐρου (1903-4).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἑλλήνιον — Ἑλλήνιος Greek factory masc acc sg Ἑλλήνιος Greek factory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλλήνιον — Ἑλλήνιος Greek factory masc acc sg Ἑλλήνιος Greek factory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hellenion — (Greek: polytonic|Ἑλλήνιον) may refer to:*Hellenion (Naucratis) an Ancient Greek sanctuary in Naucratis of Egypt (founded in 6th c. BC) *Hellenion (Sparta) a temple of Zeus Sellanios in Sparta [Pausanias (geographer)… …   Wikipedia

  • Hellenion (Naucratis) — For other uses, see Hellenion Hellenion (Greek: polytonic|Ἑλλήνιον) [spelled also Helleneion] was an Ancient Greek sanctuary [Excursions in Epichoric History: Aiginetan Essays [http://books.google.com/books?id=VWzjMXir8yIC pg=PA319 dq=Hellenion… …   Wikipedia

  • Ναύκρατις — Αρχαία ελληνική αποικία της Αιγύπτου. Βρισκόταν κοντά στον κανωβικό βραχίονα του Νείλου, στην περιοχή της Σαΐδας, 75 χλμ. ΝΑ της Αλεξάνδρειας. Ιδρύθηκε περί τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από τους Μιλησίους μισθοφόρους του Ψαμμητίχου A’. Υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • ελλήνιος — ἑλλήνιος, α, ον και δωρ. τ. ἑλλάνιος (Α) 1. ελληνικός («Δία τε ἑλλάνιον αἰδεσθέντες», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλλήνιον ναός τών Ελλήνων στη Ναύκρατη τής Αιγύπτου 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἑλλανία η Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”